μοραβικός

μοραβικός
-ή, -ό [Μοραβία]
φρ. «μοραβική εκκλησία»
εκκλ. ονομασία τής προτεσταντικής ομολογίας και κίνησης τών «Μοραβών (ή Βοημών) Αδελφών» που οργανώθηκαν για πρώτη φορά στη Βοημία το 1450 σε κοινότητα και αργότερα συγκρότησαν Εκκλησία στην Πράγα, ηττήθηκαν σε μάχη το 1620 και αναγκάστηκαν να διαλυθούν ή να μεταναστεύσουν, οπότε απετέλεσαν πέντε κλάδους: γερμανικό, αγγλικό, Βόρειας Αμερικής, Νότιας Αμερικής και βοημικό, ο οποίος αποτελεί από το 1918 την Ευαγγελική Τσεχική Εκκλησία τών αδελφών με πολλά μέλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”